- σκεπάσματα
- σκέπασμαa coveringneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπάσματ' — σκεπάσματα , σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc pl σκεπάσματι , σκέπασμα a covering neut dat sg σκεπάσματε , σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… … Dictionary of Greek
αλαφροσκεπάζω — σκεπάζω ελαφρά, με ελαφριά σκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκεπάζω] … Dictionary of Greek
βαρέλι — Δοχείο κυλινδρικό που είναι ελαφρώς διογκωμένο στη μέση του και κατασκευάζεται με τις λεγόμενες βαρελοσανίδες, δηλαδή ξύλινες σανίδες που συγκρατούνται και συνάπτονται με σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια. Τα β. χρησιμεύουν για την αποθήκευση και τη… … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
ξεσκεπάζω — 1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό») 2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα… … Dictionary of Greek
σάγανα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκεπάσματα, περιβόλαια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἄγανα και σαγήνη] … Dictionary of Greek
στέγασμα — το, ΝΜΑ [στεγάζω] σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι νεοελλ. 1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι 2. το στέγαστρο αρχ. φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ … Dictionary of Greek
στρωμάτιον — τὸ, Α [στρῶμα, ώματος] 1. υποκορ. στρωματάκι 2. στον πληθ. τὰ στρωμάτια σκεπάσματα κλίνης … Dictionary of Greek
στρωματεύς — ο, ΝΜΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας στρωματεΐδες μσν. αρχ. στον πληθ. oἱ στρωματεῑς ονομασία έργων, όπως λ.χ. τού Πλουτάρχου ή τού Κλήμεντος… … Dictionary of Greek